Σε ηλικία 83 ετών, έφυγε από τη ζωή ο Μίμης Δομάζος, βυθίζοντας στο πένθος το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τις προηγούμενες τρεις ημέρες, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή, στη ΜΕΘ του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός», μετά από ανακοπή καρδιάς που υπέστη, έξω από διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι. Στον «Ερυθρό Σταυρό» μεταφέρθηκε χωρίς σφυγμό και, παρά την ανάταξη που πέτυχαν οι γιατροί, από την πρώτη στιγμή μιλούσαν για δύσκολη κατάσταση εξηγώντας ότι έγινε η βέλτιστη δυνατή αποκατάσταση της καρδιακής λειτουργίας του Μίμη Δομάζου.
Ο Μίμης Δομάζος αποτέλεσε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αγωνίστηκε από το 1959 μέχρι το 1978 στον Παναθηναϊκό, αποτελώντας βασικό στέλεχος της ομάδας που έφτασε μέχρι τον τελικό του Γούεμπλεϊ το 1971 με αντίπαλο τον Άγιαξ.
Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε συνολικά 13 τίτλους και ήταν αρχηγός της ομάδας για περίπου 15 χρόνια.
Το 1978, σε μια από τις πιο ηχηρές μεταγραφές εκείνης της εποχής, ο Δομάζος μεταπήδησε στην ΑΕΚ, όπου αγωνίστηκε για δύο χρόνια. Με την κιτρινόμαυρη φανέλα, ο Δομάζος κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1979, με την ΑΕΚ να κάνει μια μεγάλη αντεπίθεση στον δεύτερο γύρο με τον αείμνηστο Ανδρέα Σταματιάδη στον πάγκο της.
Το 1980 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό με τη φανέλα του οποίου ήθελε να αποσυρθεί από τη δράση.
Συνολικά κατέγραψε 536 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ) και βρίσκεται στην πρώτη θέση όλων των εποχών σε παρουσίες και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πλέον περισσότερα από 30 χρόνια, παραμένει στην κορυφή του σχετικού πίνακα.
Φόρεσε 50 φορές τη φανέλα με το εθνόσημο και σημείωσε 4 τέρματα, ενώ για αρκετά χρόνια είχε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Το ντεμπούτο του με τη γαλανόλευκη φανέλα πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1959 στο Γήπεδο Απόστολος Νικολαΐδης εναντίον της Δανίας. Αποχαιρέτησε την Εθνική ομάδα στις 11 Νοεμβρίου του 1980 μπροστά σε 10.000 φιλάθλους στο γήπεδο της Λεωφόρου σε παιχνίδι απέναντι στην Αυστραλία. Ο Δομάζος σκόραρε στο 72ο λεπτό και εφημερίδα της εποχής κυκλοφόρησε την επόμενη μέρα με τίτλο “Γιατί μας αφήνεις Μίμη;”.
Το 2003, αναγνωρίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα, πίσω από τον Μίμη Παπαϊωάννου, στο πλαίσιο των εορτασμών των 50 χρόνων της UEFA. Επιπλέον, το 2021, η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον συμπεριέλαβε στην καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου.